Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
καλλιτεχνικής
καλλιτεχνικής
Greek
Adjective
καλλιτεχνικής
•
(
kallitechnikís
)
Genitive
feminine
singular
form of
καλλιτεχνικός
(
kallitechnikós
)
.
Similar Results