Definify.com
Definition 2024
καλλιτεχνικός
καλλιτεχνικός
Greek
Adjective
καλλιτεχνικός • (kallitechnikós) m (feminine καλλιτεχνική, neuter καλλιτεχνικό)
- artistic
- καλλιτεχνικός διεθυντής ― kallitechnikós diethyntís ― artistic director
Declension
positive forms of καλλιτεχνικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καλλιτεχνικός | καλλιτεχνική | καλλιτεχνικό | καλλιτεχνικοί | καλλιτεχνικές | καλλιτεχνικά |
genitive | καλλιτεχνικού | καλλιτεχνικής | καλλιτεχνικού | καλλιτεχνικών | καλλιτεχνικών | καλλιτεχνικών |
accusative | καλλιτεχνικό | καλλιτεχνική | καλλιτεχνικό | καλλιτεχνικούς | καλλιτεχνικές | καλλιτεχνικά |
vocative | καλλιτεχνικέ | καλλιτεχνική | καλλιτεχνικό | καλλιτεχνικοί | καλλιτεχνικές | καλλιτεχνικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καλλιτεχνικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καλλιτεχνικός, etc.) |