Definify.com

Definition 2024


καλλιτεχνικό

καλλιτεχνικό

Greek

Adjective

καλλιτεχνικό (kallitechnikó)

  1. Accusative masculine singular form of καλλιτεχνικός (kallitechnikós).
  2. Nominative neuter singular form of καλλιτεχνικός (kallitechnikós).
  3. Accusative neuter singular form of καλλιτεχνικός (kallitechnikós).
  4. Vocative neuter singular form of καλλιτεχνικός (kallitechnikós).