Definify.com
Definition 2024
κανονισμός
κανονισμός
Greek
Noun
κανονισμός • (kanonismós) m
Declension
declension of κανονισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κανονισμός | κανονισμοί |
genitive | κανονισμού | κανονισμών |
accusative | κανονισμό | κανονισμούς |
vocative | κανονισμέ | κανονισμοί |