Definify.com
Definition 2024
καρβονικός
καρβονικός
Greek
Adjective
καρβονικός • (karvonikós) m (feminine καρβονική, neuter καρβονικό)
Declension
positive forms of καρβονικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καρβονικός | καρβονική | καρβονικό | καρβονικοί | καρβονικές | καρβονικά |
genitive | καρβονικού | καρβονικής | καρβονικού | καρβονικών | καρβονικών | καρβονικών |
accusative | καρβονικό | καρβονική | καρβονικό | καρβονικούς | καρβονικές | καρβονικά |
vocative | καρβονικέ | καρβονική | καρβονικό | καρβονικοί | καρβονικές | καρβονικά |
Related terms
- καρβονικό οξύ n (karvonikó oxý, “carboxylic acid”)
See also
- ανθρακικός (anthrakikós, “carbonic”)
Adjective
καρβονικός • (karvonikós) m, feminine: καρβονική (karvonikí), neuter: καρβονικόν (karvonikón)
- Katharevousa form of καρβονικός (karvonikós): carboxylic
Declension
This adjective needs an inflection-table template.