Definify.com

Definition 2024


καρβοξυλική

καρβοξυλική

Greek

Adjective

καρβοξυλική (karvoxylikí)

  1. Nominative feminine singular form of καρβοξυλικός (karvoxylikós).
  2. Accusative feminine singular form of καρβοξυλικός (karvoxylikós).
  3. Vocative feminine singular form of καρβοξυλικός (karvoxylikós).