Definify.com
Definition 2024
καρβοξυλικός
καρβοξυλικός
Greek
Adjective
καρβοξυλικός • (karvoxylikós) m (feminine καρβοξυλική, neuter καρβοξυλικό)
- (chemistry) carboxylic
- Το αιθανικό οξύ είναι ένα καρβονικό οξύ. ― To aithanikó oxý eínai éna karvonikó oxý. ― Acetic acid is a carboxylic acid.
Declension
positive forms of καρβοξυλικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καρβοξυλικός | καρβοξυλική | καρβοξυλικό | καρβοξυλικοί | καρβοξυλικές | καρβοξυλικά |
genitive | καρβοξυλικού | καρβοξυλικής | καρβοξυλικού | καρβοξυλικών | καρβοξυλικών | καρβοξυλικών |
accusative | καρβοξυλικό | καρβοξυλική | καρβοξυλικό | καρβοξυλικούς | καρβοξυλικές | καρβοξυλικά |
vocative | καρβοξυλικέ | καρβοξυλική | καρβοξυλικό | καρβοξυλικοί | καρβοξυλικές | καρβοξυλικά |
Synonyms
- καρβονικός (karvonikós)
Related terms
- καρβοξυλικό οξύ n (karvoxylikó oxý, “carboxylic acid”)