Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
καρβοξυλικής
καρβοξυλικής
Greek
Adjective
καρβοξυλικής
•
(
karvoxylikís
)
Genitive
feminine
singular
form of
καρβοξυλικός
(
karvoxylikós
)
.
Similar Results