Definify.com

Definition 2024


καρβοξυλικοί

καρβοξυλικοί

Greek

Adjective

καρβοξυλικοί (karvoxylikoí)

  1. Nominative masculine plural form of καρβοξυλικός (karvoxylikós).
  2. Vocative masculine plural form of καρβοξυλικός (karvoxylikós).