Definify.com
Definition 2024
καστανοκίτρινος
καστανοκίτρινος
Greek
Adjective
καστανοκίτρινος • (kastanokítrinos) n (feminine καστανοκίτρινη, neuter καστανοκίτρινο)
Declension
positive forms of καστανοκίτρινος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καστανοκίτρινος | καστανοκίτρινη | καστανοκίτρινο | καστανοκίτρινοι | καστανοκίτρινες | καστανοκίτρινα |
genitive | καστανοκίτρινου | καστανοκίτρινης | καστανοκίτρινου | καστανοκίτρινων | καστανοκίτρινων | καστανοκίτρινων |
accusative | καστανοκίτρινο | καστανοκίτρινη | καστανοκίτρινο | καστανοκίτρινους | καστανοκίτρινες | καστανοκίτρινα |
vocative | καστανοκίτρινε | καστανοκίτρινη | καστανοκίτρινο | καστανοκίτρινοι | καστανοκίτρινες | καστανοκίτρινα |
Noun
καστανοκίτρινος • (kastanokítrinos) n (uncountable)
Declension
Declension of καστανοκίτρινος (kastanokítrinos)
singular | |
---|---|
nominative | καστανοκίτρινος |
genitive | καστανοκίτρινου |
accusative | καστανοκίτρινο |
vocative | καστανοκίτρινε |