Definify.com
Definition 2024
κατάχρηση
κατάχρηση
Greek
Noun
κατάχρηση • (katáchrisi) f (plural καταχρήσεις)
- abuse of power, alcohol, drugs, etc
Declension
declension of κατάχρηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κατάχρηση | καταχρήσεις |
genitive | κατάχρησης / καταχρήσεως | καταχρήσεων |
accusative | κατάχρηση | καταχρήσεις |
vocative | κατάχρηση | καταχρήσεις |
See also
- βρισιές f pl (vrisiés, “verbal abuse”)