Definify.com
Definition 2024
καταχρήσεις
καταχρήσεις
Greek
Noun
καταχρήσεις • (katachríseis) f
- Nominative plural form of κατάχρηση (katáchrisi).
- Accusative plural form of κατάχρηση (katáchrisi).
- Vocative plural form of κατάχρηση (katáchrisi).