Definify.com
Definition 2024
καταδότης
καταδότης
Greek
Noun
καταδότης • (katadótis) m (plural καταδότες, feminine καταδότρια)
Declension
declension of καταδότης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καταδότης | καταδότες |
genitive | καταδότη | καταδοτών |
accusative | καταδότη | καταδότες |
vocative | καταδότη | καταδότες |
Synonyms
- πληροφοριοδότης m (pliroforiodótis)
Related terms
- κατάδοση f (katádosi, “informing”)