Definify.com
Definition 2025
πληροφοριοδότης
πληροφοριοδότης
Greek
Noun
πληροφοριοδότης • (pliroforiodótis) m (plural πληροφοριοδότες, feminine πληροφοριοδότρια)
Declension
declension of πληροφοριοδότης
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | πληροφοριοδότης | πληροφοριοδότες |
| genitive | πληροφοριοδότη | πληροφοριοδοτών |
| accusative | πληροφοριοδότη | πληροφοριοδότες |
| vocative | πληροφοριοδότη | πληροφοριοδότες |
Synonyms
- καταδότης m (katadótis)