Definify.com
Definition 2024
πληροφοριοδότης
πληροφοριοδότης
Greek
Noun
πληροφοριοδότης • (pliroforiodótis) m (plural πληροφοριοδότες, feminine πληροφοριοδότρια)
Declension
declension of πληροφοριοδότης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πληροφοριοδότης | πληροφοριοδότες |
genitive | πληροφοριοδότη | πληροφοριοδοτών |
accusative | πληροφοριοδότη | πληροφοριοδότες |
vocative | πληροφοριοδότη | πληροφοριοδότες |
Synonyms
- καταδότης m (katadótis)