Definify.com
Definition 2024
καταλαμβάνομαι
καταλαμβάνομαι
Greek
Verb
καταλαμβάνομαι • (katalamvánomai) (simple past καταλήφθηκα, active form καταλαμβάνω, passive)
- passive of καταλαμβάνω (katalamváno)
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.