Definify.com
Definition 2024
Καταλανικά
Καταλανικά
See also: καταλανικά
Greek
Noun
Καταλανικά • (Katalaniká) n pl
- Alternative form of καταλανικά (katalaniká)
Declension
Καταλανικά
plural | |
---|---|
nominative | Καταλανικά |
genitive | Καταλανικών |
accusative | Καταλανικά |
vocative | Καταλανικά |
καταλανικά
καταλανικά
See also: Καταλανικά
Greek
Alternative forms
- Καταλανικά n pl (Katalaniká)
Noun
καταλανικά • (katalaniká) n pl
Declension
καταλανικά
plural | |
---|---|
nominative | καταλανικά |
genitive | καταλανικών |
accusative | καταλανικά |
vocative | καταλανικά |
Synonyms
- καταλανική γλώσσα f (katalanikí glóssa)
Related terms
- see: Καταλονία f (Katalonía, “Catalonia”)
Adjective
καταλανικά • (katalaniká)
- Nominative, accusative and vocative neuter plural form of καταλανικός (katalanikós).