Definify.com
Definition 2024
καταπελτικός
καταπελτικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /katapeltikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /katapeltikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /katapeltikós/
Adjective
καταπελτικός • (katapeltikós) m (feminine καταπελτική, neuter καταπελτικόν); first/second declension
- of or for a catapult
Inflection
First and second declension of καταπελτικός, καταπελτική, καταπελτικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | καταπελτικός | καταπελτική | καταπελτικόν | καταπελτικώ | καταπελτικᾱ́ | καταπελτικώ | καταπελτικοί | καταπελτικαί | καταπελτικᾰ́ | |||
Genitive | καταπελτικοῦ | καταπελτικῆς | καταπελτικοῦ | καταπελτικοῖν | καταπελτικαῖν | καταπελτικοῖν | καταπελτικῶν | καταπελτικῶν | καταπελτικῶν | |||
Dative | καταπελτικῷ | καταπελτικῇ | καταπελτικῷ | καταπελτικοῖν | καταπελτικαῖν | καταπελτικοῖν | καταπελτικοῖς | καταπελτικαῖς | καταπελτικοῖς | |||
Accusative | καταπελτικόν | καταπελτικήν | καταπελτικόν | καταπελτικώ | καταπελτικᾱ́ | καταπελτικώ | καταπελτικούς | καταπελτικᾱ́ς | καταπελτικᾰ́ | |||
Vocative | καταπελτικέ | καταπελτική | καταπελτικόν | καταπελτικώ | καταπελτικᾱ́ | καταπελτικώ | καταπελτικοί | καταπελτικαί | καταπελτικᾰ́ | |||
References
- LSJ 8th edition