Definify.com
Definition 2024
καταστρεπτικοί
καταστρεπτικοί
Greek
Adjective
καταστρεπτικοί • (katastreptikoí)
- Nominative masculine plural form of καταστρεπτικός (katastreptikós).
- Vocative masculine plural form of καταστρεπτικός (katastreptikós).