Definify.com
Definition 2024
καταστρεπτικός
καταστρεπτικός
Greek
Adjective
καταστρεπτικός • (katastreptikós) m (feminine καταστρεπτική, neuter καταστρεπτικό)
Declension
positive forms of καταστρεπτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καταστρεπτικός | καταστρεπτική | καταστρεπτικό | καταστρεπτικοί | καταστρεπτικές | καταστρεπτικά |
genitive | καταστρεπτικού | καταστρεπτικής | καταστρεπτικού | καταστρεπτικών | καταστρεπτικών | καταστρεπτικών |
accusative | καταστρεπτικό | καταστρεπτική | καταστρεπτικό | καταστρεπτικούς | καταστρεπτικές | καταστρεπτικά |
vocative | καταστρεπτικέ | καταστρεπτική | καταστρεπτικό | καταστρεπτικοί | καταστρεπτικές | καταστρεπτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καταστρεπτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καταστρεπτικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καταστρεπτικότερος | καταστρεπτικότερη | καταστρεπτικότερο | καταστρεπτικότεροι | καταστρεπτικότερες | καταστρεπτικότερα |
genitive | καταστρεπτικότερου | καταστρεπτικότερης | καταστρεπτικότερου | καταστρεπτικότερων | καταστρεπτικότερων | καταστρεπτικότερων |
accusative | καταστρεπτικότερο | καταστρεπτικότερη | καταστρεπτικότερο | καταστρεπτικότερους | καταστρεπτικότερες | καταστρεπτικότερα |
vocative | καταστρεπτικότερε | καταστρεπτικότερη | καταστρεπτικότερο | καταστρεπτικότεροι | καταστρεπτικότερες | καταστρεπτικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο καταστρεπτικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καταστρεπτικότατος | καταστρεπτικότατη | καταστρεπτικότατο | καταστρεπτικότατοι | καταστρεπτικότατες | καταστρεπτικότατα |
genitive | καταστρεπτικότατου | καταστρεπτικότατης | καταστρεπτικότατου | καταστρεπτικότατων | καταστρεπτικότατων | καταστρεπτικότατων |
accusative | καταστρεπτικότατο | καταστρεπτικότατη | καταστρεπτικότατο | καταστρεπτικότατους | καταστρεπτικότατες | καταστρεπτικότατα |
vocative | καταστρεπτικότατε | καταστρεπτικότατη | καταστρεπτικότατο | καταστρεπτικότατοι | καταστρεπτικότατες | καταστρεπτικότατα |