Definify.com

Definition 2024


καταφρονητικός

καταφρονητικός

Ancient Greek

Adjective

κᾰτᾰφρονητῐκός (kataphronētikós) m (feminine καταφρονητική, neuter καταφρονητικόν); first/second declension

  1. contemptuous, disdainful

Inflection

References