Definify.com
Definition 2024
καταφρονητικός
καταφρονητικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /kataɸronitikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /katafronitikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /katafɾonitikós/
Adjective
κᾰτᾰφρονητῐκός • (kataphronētikós) m (feminine καταφρονητική, neuter καταφρονητικόν); first/second declension
- contemptuous, disdainful
- Demosthenes, Against Macartatus 72
Inflection
First and second declension of καταφρονητικός, καταφρονητική, καταφρονητικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | καταφρονητικός | καταφρονητική | καταφρονητικόν | καταφρονητικώ | καταφρονητικᾱ́ | καταφρονητικώ | καταφρονητικοί | καταφρονητικαί | καταφρονητικᾰ́ | |||
Genitive | καταφρονητικοῦ | καταφρονητικῆς | καταφρονητικοῦ | καταφρονητικοῖν | καταφρονητικαῖν | καταφρονητικοῖν | καταφρονητικῶν | καταφρονητικῶν | καταφρονητικῶν | |||
Dative | καταφρονητικῷ | καταφρονητικῇ | καταφρονητικῷ | καταφρονητικοῖν | καταφρονητικαῖν | καταφρονητικοῖν | καταφρονητικοῖς | καταφρονητικαῖς | καταφρονητικοῖς | |||
Accusative | καταφρονητικόν | καταφρονητικήν | καταφρονητικόν | καταφρονητικώ | καταφρονητικᾱ́ | καταφρονητικώ | καταφρονητικούς | καταφρονητικᾱ́ς | καταφρονητικᾰ́ | |||
Vocative | καταφρονητικέ | καταφρονητική | καταφρονητικόν | καταφρονητικώ | καταφρονητικᾱ́ | καταφρονητικώ | καταφρονητικοί | καταφρονητικαί | καταφρονητικᾰ́ | |||
References
- καταφρονητικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- καταφρονητικός in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- «καταφρονητικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette