Definify.com
Definition 2024
καταχωρητής
καταχωρητής
Greek
Noun
καταχωρητής • (katachoritís) m (plural καταχωρητές)
Declension
declension of καταχωρητής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καταχωρητής | καταχωρητές |
genitive | καταχωρητή | καταχωρητών |
accusative | καταχωρητή | καταχωρητές |
vocative | καταχωρητή | καταχωρητές |
Related terms
- καταχώριση f (katachórisi, “register, registration”)
External links
- καταχωρητής on the Greek Wikipedia.Wikipedia el