Definify.com
Definition 2024
καταχώριση
καταχώριση
Greek
Alternative forms
- καταχώρηση f (katachórisi)
Noun
καταχώριση • (katachórisi) f (plural καταχωρίσεις)
- registration (the action of making a record)
- register, entry (a physical record of information)
- publication (of information in a printed form)
Declension
declension of καταχώριση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καταχώριση | καταχωρίσεις |
genitive | καταχώρισης / καταχωρίσεως | καταχωρίσεων |
accusative | καταχώριση | καταχωρίσεις |
vocative | καταχώριση | καταχωρίσεις |
Synonyms
- (registration): εγγραφή f (engrafí)
Related terms
- καταχωρητής m (katachoritís, “register, processor register”)