Definify.com
Definition 2024
καύση
καύση
Greek
Noun
καύση • (káfsi) f (plural καύσεις)
- combustion, the process of burning.
- (chemistry) chemical reaction with the production of energy.
Declension
declension of καύση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καύση | καύσεις |
genitive | καύσης / καύσεως | καύσεων |
accusative | καύση | καύσεις |
vocative | καύση | καύσεις |
Synonyms
- ανάφλεξη f (anáflexi)
Derived terms
- μηχανή εσωτερικής καύσης f (michaní esoterikís káfsis, “internal combustion engine”)