Definify.com
Definition 2024
ανάφλεξη
ανάφλεξη
Greek
Noun
ανάφλεξη • (anáflexi) f (plural αναφλέξεις)
- combustion, ignition, the process of burning
Declension
declension of ανάφλεξη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανάφλεξη | αναφλέξεις |
genitive | ανάφλεξης / αναφλέξεως | αναφλέξεων |
accusative | ανάφλεξη | αναφλέξεις |
vocative | ανάφλεξη | αναφλέξεις |
Synonyms
- καύση f (káfsi)
Derived terms
- προανάφλεξη f (proanáflexi, “preignition”)