Definify.com
Definition 2024
προανάφλεξη
προανάφλεξη
Greek
Noun
προανάφλεξη • (proanáflexi) f (plural αναφλέξεις)
- (automotive) preignition, premature ignition, premature combustion, pinking, knocking (internal combustion engine)
Declension
declension of προανάφλεξη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προανάφλεξη | προαναφλέξεις |
genitive | προανάφλεξης / προαναφλέξεως | προαναφλέξεων |
accusative | προανάφλεξη | προαναφλέξεις |
vocative | προανάφλεξη | προαναφλέξεις |