Definify.com
Definition 2024
κεραυνοβόλος
κεραυνοβόλος
Greek
Adjective
κεραυνοβόλος • (keravnovólos) m (feminine κεραυνοβόλος or κεραυνοβόλα, neuter κεραυνοβόλο)
Declension
positive forms of κεραυνοβόλος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κεραυνοβόλος | κεραυνοβόλος / κεραυνοβόλα | κεραυνοβόλο | κεραυνοβόλοι | κεραυνοβόλοι / κεραυνοβόλες | κεραυνοβόλα |
genitive | κεραυνοβόλου | κεραυνοβόλου / κεραυνοβόλας | κεραυνοβόλου | κεραυνοβόλων | κεραυνοβόλων | κεραυνοβόλων |
accusative | κεραυνοβόλο | κεραυνοβόλο / κεραυνοβόλα | κεραυνοβόλο | κεραυνοβόλους | κεραυνοβόλους / κεραυνοβόλες | κεραυνοβόλα |
vocative | κεραυνοβόλε | κεραυνοβόλε / κεραυνοβόλα | κεραυνοβόλο | κεραυνοβόλοι | κεραυνοβόλοι / κεραυνοβόλες | κεραυνοβόλα |
Related terms
- κεραυνός m (keravnós, “thunderbolt, lightning”)
- κεραυνοβόλος έρωτας m (keravnovólos érotas, “love at first sight”)