Definify.com

Definition 2024


κεραυνοβόλος

κεραυνοβόλος

Greek

Adjective

κεραυνοβόλος (keravnovólos) m (feminine κεραυνοβόλος or κεραυνοβόλα, neuter κεραυνοβόλο)

  1. lightning
  2. fast
  3. unexpected

Declension

Related terms