Definify.com
Definition 2024
κινητικός
κινητικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /kinitikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /kinitikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /kinitikós/
Adjective
κινητικός • (kinētikós) m (feminine κινητική, neuter κινητικόν); first/second declension
Inflection
First and second declension of κινητικός, κινητική, κινητικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | κινητικός | κινητική | κινητικόν | κινητικώ | κινητικᾱ́ | κινητικώ | κινητικοί | κινητικαί | κινητικᾰ́ | |||
Genitive | κινητικοῦ | κινητικῆς | κινητικοῦ | κινητικοῖν | κινητικαῖν | κινητικοῖν | κινητικῶν | κινητικῶν | κινητικῶν | |||
Dative | κινητικῷ | κινητικῇ | κινητικῷ | κινητικοῖν | κινητικαῖν | κινητικοῖν | κινητικοῖς | κινητικαῖς | κινητικοῖς | |||
Accusative | κινητικόν | κινητικήν | κινητικόν | κινητικώ | κινητικᾱ́ | κινητικώ | κινητικούς | κινητικᾱ́ς | κινητικᾰ́ | |||
Vocative | κινητικέ | κινητική | κινητικόν | κινητικώ | κινητικᾱ́ | κινητικώ | κινητικοί | κινητικαί | κινητικᾰ́ | |||
References
- κινητικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- κινητικός in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- «κινητικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette