Definify.com

Definition 2024


κλειδώνομαι

κλειδώνομαι

Greek

Verb

κλειδώνομαι (kleidónomai) (simple past κλειδώθηκα, active form κλειδώνω, passive)

  1. passive of κλειδώνω (kleidóno)

Conjugation