Definify.com
Definition 2024
κλειστοφοβία
κλειστοφοβία
Greek
Noun
κλειστοφοβία • (kleistofovía) f (uncountable)
Declension
Declension of κλειστοφοβία (kleistofovía)
singular | |
---|---|
nominative | κλειστοφοβία |
genitive | κλειστοφοβίας |
accusative | κλειστοφοβία |
vocative | κλειστοφοβία |
External links
- κλειστοφοβία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el