Definify.com
Definition 2024
κληρονόμος
κληρονόμος
Greek
Noun
κληρονόμος • (klironómos) m, f (plural κληρονόμοι)
Declension
declension of κληρονόμος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κληρονόμος | κληρονόμοι |
genitive | κληρονόμου | κληρονόμων |
accusative | κληρονόμο | κληρονόμους |
vocative | κληρονόμε | κληρονόμοι |
Synonyms
(legatee): κληροδόχος m (klirodóchos)
Related terms
- ακληρονόμητος (aklironómitos, “heirless”, adj)