Definify.com
Definition 2024
ακληρονόμητος
ακληρονόμητος
Greek
Adjective
ακληρονόμητος • (aklironómitos) m (feminine ακληρονόμητη, neuter ακληρονόμητο)
Declension
positive forms of ακληρονόμητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακληρονόμητος | ακληρονόμητη | ακληρονόμητο | ακληρονόμητοι | ακληρονόμητες | ακληρονόμητα |
genitive | ακληρονόμητου | ακληρονόμητης | ακληρονόμητου | ακληρονόμητων | ακληρονόμητων | ακληρονόμητων |
accusative | ακληρονόμητο | ακληρονόμητη | ακληρονόμητο | ακληρονόμητους | ακληρονόμητες | ακληρονόμητα |
vocative | ακληρονόμητε | ακληρονόμητη | ακληρονόμητο | ακληρονόμητοι | ακληρονόμητες | ακληρονόμητα |
Related terms
- κληρονόμος m, f (klironómos, “heir”)