Definify.com

Definition 2024


ακληρονόμητος

ακληρονόμητος

Greek

Adjective

ακληρονόμητος (aklironómitos) m (feminine ακληρονόμητη, neuter ακληρονόμητο)

  1. (law) heirless (without heirs)

Declension

Related terms