Definify.com
Definition 2024
κλιμακοστάσιο
κλιμακοστάσιο
Greek
Noun
κλιμακοστάσιο • (klimakostásio) n (plural κλιμακοστάσια)
Declension
declension of κλιμακοστάσιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κλιμακοστάσιο | κλιμακοστάσια |
genitive | κλιμακοστασίου | κλιμακοστασίων |
accusative | κλιμακοστάσιο | κλιμακοστάσια |
vocative | κλιμακοστάσιο | κλιμακοστάσια |
Synonyms
- σκάλα f (skála)
Related terms
- σπειροειδές κλιμακοστάσιο n (speiroeidés klimakostásio, “spiral staircase”)