Definify.com
Definition 2025
σπειροειδές_κλιμακοστάσιο
σπειροειδές κλιμακοστάσιο
Greek
Noun
σπειροειδές κλιμακοστάσιο • (speiroeidés klimakostásio) n (plural σπειροειδή κλιμακοστάσιά)
σπειροειδές κλιμακοστάσιο • (speiroeidés klimakostásio) n (plural σπειροειδή κλιμακοστάσιά)