Definify.com
Definition 2024
σπειροειδής
σπειροειδής
Greek
Adjective
σπειροειδής • (speiroeidís) m (feminine σπειροειδής, neuter σπειροειδές)
Declension
positive forms of σπειροειδής
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σπειροειδής | σπειροειδής | σπειροειδές | σπειροειδείς | σπειροειδείς | σπειροειδή |
genitive | σπειροειδούς | σπειροειδούς | σπειροειδούς | σπειροειδών | σπειροειδών | σπειροειδών |
accusative | σπειροειδή | σπειροειδή | σπειροειδές | σπειροειδείς | σπειροειδείς | σπειροειδή |
Related terms
- σπειροειδές κλιμακοστάσιο n (speiroeidés klimakostásio, “spiral staircase”)
- and see: σπείρα f (speíra, “spiral”)