Definify.com
Definition 2024
κοινό
κοινό
Greek
Adjective
κοινό • (koinó)
- Nominative neuter singular form of κοινός (koinós).
- Accusative neuter singular form of κοινός (koinós).
- Vocative neuter singular form of κοινός (koinós).
Noun
κοινό • (koinó) n (uncountable)
- public (people in general)
- H έκθεση θα είναι ανοιχτή για το κοινό.
- The exhibition will be open to the public.
- H έκθεση θα είναι ανοιχτή για το κοινό.
- audience
Declension
Declension of κοινό (koinó)
Derived terms
- για το κοινό καλό (gia to koinó kaló, “pro bono”)
- κοινή λογική (koiní logikí, “common sense”)
- κοινός νους (koinós nous, “common sense”)