Definify.com
Definition 2024
κολίανδρος
κολίανδρος
See also: κόλιανδρος
Greek
Noun
κολίανδρος • (kolíandros) m (uncountable)
- Alternative form of κόλιανδρος (kóliandros)
Declension
Declension of κολίανδρος (kolíandros)
singular | |
---|---|
nominative | κολίανδρος |
genitive | κολίανδρου |
accusative | κολίανδρο |
vocative | κολίανδρε |