Definify.com
Definition 2024
Κολομβιανός
Κολομβιανός
See also: κολομβιανός
Greek
Noun
Κολομβιανός • (Kolomvianós) m (plural Κολομβιανοί, feminine Κολομβιανή)
Declension
declension of Κολομβιανός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Κολομβιανός | Κολομβιανοί |
genitive | Κολομβιανού | Κολομβιανών |
accusative | Κολομβιανό | Κολομβιανούς |
vocative | Κολομβιανέ | Κολομβιανοί |
Related terms
- see: Κολομβία f (Kolomvía, “Colombia”)
κολομβιανός
κολομβιανός
See also: Κολομβιανός
Greek
Adjective
κολομβιανός • (kolomvianós) m (feminine κολομβιανή, neuter κολομβιανό)
Declension
positive forms of κολομβιανός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κολομβιανός | κολομβιανή | κολομβιανό | κολομβιανοί | κολομβιανές | κολομβιανά |
genitive | κολομβιανού | κολομβιανής | κολομβιανού | κολομβιανών | κολομβιανών | κολομβιανών |
accusative | κολομβιανό | κολομβιανή | κολομβιανό | κολομβιανούς | κολομβιανές | κολομβιανά |
vocative | κολομβιανέ | κολομβιανή | κολομβιανό | κολομβιανοί | κολομβιανές | κολομβιανά |
Related terms
- see: Κολομβία f (Kolomvía, “Colombia”)