Definify.com

Definition 2024


κουρελιάζομαι

κουρελιάζομαι

Greek

Verb

κουρελιάζομαι (koureliázomai) (simple past κουρελιάστηκα, active form κουρελιάζω, passive)

  1. passive of κουρελιάζω (koureliázo)

Conjugation