Definify.com
Definition 2024
κοφτό_μακαρονάκι
κοφτό μακαρονάκι
Greek
Noun
κοφτό μακαρονάκι • (koftó makaronáki) n (plural κοφτά μακαρονάκια)
- (food) macaroni
Declension
- see: κοφτός (koftós) and μακαρονάκι (makaronáki)
Synonyms
- μακαρονάκι n (makaronáki)