Definify.com

Definition 2024


μακαρονάκι

μακαρονάκι

Greek

Noun

μακαρονάκι (makaronáki) n (plural μακαρονάκια)

  1. diminutive of μακαρόνια (makarónia)
  2. (food) macaroni

Declension

Synonyms