Definify.com
Definition 2024
κράτηση
κράτηση
Greek
Noun
κράτηση • (krátisi) f (plural κρατήσεις)
- booking (reservation)
- εάν χρειαστεί να τροποποιήσετε μία κράτηση … ― eán chreiasteí na tropopoiísete mía krátisi … ― if you need to change a booking …
- confinement, custody, imprisonment
Declension
declension of κράτηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κράτηση | κρατήσεις |
genitive | κράτησης / κρατήσεως | κρατήσεων |
accusative | κράτηση | κρατήσεις |
vocative | κράτηση | κρατήσεις |
See also
- κλείνω (kleíno, “to reserve, to book”)