Definify.com
Definition 2024
κροκόδιλος
κροκόδιλος
Greek
Noun
κροκόδιλος • (krokódilos) m (plural κροκόδιλοι)
- Rare form of κροκόδειλος (krokódeilos).
Declension
declension of κροκόδιλος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κροκόδιλος | κροκόδιλοι |
genitive | κροκοδίλου | κροκοδίλων |
accusative | κροκόδιλο | κροκοδίλους |
vocative | κροκόδιλε | κροκόδιλοι |