Definify.com
Definition 2024
κρυσταλλικοί
κρυσταλλικοί
Greek
Adjective
κρυσταλλικοί • (krystallikoí)
- Nominative masculine plural form of κρυσταλλικός (krystallikós).
- Vocative masculine plural form of κρυσταλλικός (krystallikós).
κρυσταλλικοί • (krystallikoí)