Definify.com
Definition 2024
κρυσταλλικός
κρυσταλλικός
Greek
Adjective
κρυσταλλικός • (krystallikós) m (feminine κρυσταλλική, neuter κρυσταλλικό)
- crystalline, crystallised (UK), crystallized (US)
Declension
positive forms of κρυσταλλικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κρυσταλλικός | κρυσταλλική | κρυσταλλικό | κρυσταλλικοί | κρυσταλλικές | κρυσταλλικά |
genitive | κρυσταλλικού | κρυσταλλικής | κρυσταλλικού | κρυσταλλικών | κρυσταλλικών | κρυσταλλικών |
accusative | κρυσταλλικό | κρυσταλλική | κρυσταλλικό | κρυσταλλικούς | κρυσταλλικές | κρυσταλλικά |
vocative | κρυσταλλικέ | κρυσταλλική | κρυσταλλικό | κρυσταλλικοί | κρυσταλλικές | κρυσταλλικά |