Definify.com

Definition 2024


κρύπτω

κρύπτω

Ancient Greek

Alternative forms

  • κρύφω (krúphō) late

Verb

κρύπτω (krúptō)

  1. I hide, cover, conceal, obscure

Inflection

Derived terms

  • ἀμφικρύπτω (amphikrúptō)
  • ἀνακρύπτω (anakrúptō)
  • ἀποκρύπτω (apokrúptō)
  • διακρύπτω (diakrúptō)
  • ἐγκρύπτω (enkrúptō)
  • ἐκκρύπτω (ekkrúptō)
  • ἐπικρύπτω (epikrúptō)
  • κατακρύπτω (katakrúptō)
  • παρακρύπτω (parakrúptō)
  • περικρύπτω (perikrúptō)
  • προκρύπτω (prokrúptō)
  • συγκρύπτω (sunkrúptō)
  • ὑποκρύπτω (hupokrúptō)

Related terms

  • κρυπτάδιος (kruptádios)
  • κρυπτεία (krupteía)
  • κρυπτέον (kruptéon)
  • κρυπτεύω (krupteúō)
  • κρυπτή (kruptḗ)
  • κρυπτήρ (kruptḗr)
  • κρυπτήριος (kruptḗrios)
  • κρύπτης (krúptēs)
  • κρυπτικός (kruptikós)
  • κρυπτίνδα (kruptínda)
  • κρυπτός (kruptós)
  • κρύφα (krúpha)
  • κρυφαῖος (kruphaîos)
  • κρυφῇ (kruphêi)
  • κρυφία (kruphía)
  • κρύφιος (krúphios)
  • κρυφός (kruphós)
  • κρύψις (krúpsis)

Descendants

  • Greek: κρύβω (krývo, to conceal, to hide)

Synonyms

References


Greek

Pronunciation

  • IPA(key): /ˈkɾipto/

Verb

κρύπτω (krýpto) (simple past έκρυψα)

  1. Alternative form of κρύβω (krývo)

Conjugation

This verb needs an inflection-table template.