Definify.com
Definition 2024
κτηνοτροφία
κτηνοτροφία
Greek
Noun
κτηνοτροφία • (ktinotrofía) f (uncountable)
Declension
Declension of κτηνοτροφία (ktinotrofía)
singular | |
---|---|
nominative | κτηνοτροφία |
genitive | κτηνοτροφίας |
accusative | κτηνοτροφία |
vocative | κτηνοτροφία |
Related terms
- see: κτήνος n (ktínos, “animal, beast”)
External links
- κτηνοτροφία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el