Definify.com
Definition 2024
κυκλοπροπάνιο
κυκλοπροπάνιο
Greek
Noun
κυκλοπροπάνιο • (kyklopropánio) n (uncountable)
- (organic chemistry) cyclopropane
Declension
Declension of κυκλοπροπάνιο (kyklopropánio)
singular | |
---|---|
nominative | κυκλοπροπάνιο |
genitive | κυκλοπροπανίου |
accusative | κυκλοπροπάνιο |
vocative | κυκλοπροπάνιο |