Definify.com
Definition 2024
κυλινδροπίστονο
κυλινδροπίστονο
Greek
Noun
κυλινδροπίστονο • (kylindropístono) n (plural κυλινδροπίστονα)
Declension
declension of κυλινδροπίστονο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κυλινδροπίστονο | κυλινδροπίστονα |
genitive | κυλινδροπίστονου | κυλινδροπίστονων |
accusative | κυλινδροπίστονο | κυλινδροπίστονα |
vocative | κυλινδροπίστονο | κυλινδροπίστονα |