Definify.com
Definition 2024
πιστόνι
πιστόνι
Greek
Noun
πιστόνι • (pistóni) n (plural πιστόνια)
Declension
declension of πιστόνι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πιστόνι | πιστόνια |
genitive | πιστονιού | πιστονιών |
accusative | πιστόνι | πιστόνια |
vocative | πιστόνι | πιστόνια |
Derived terms
- κυλινδροπίστονο n (kylindropístono, “cylinder and piston”)