Definify.com
Definition 2024
κυνηγημένος
κυνηγημένος
Greek
Participle
κυνηγημένος • (kynigiménos) m (perfect, feminine κυνηγημένη, neuter κυνηγημένο)
Declension
positive forms of κυνηγημένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κυνηγημένος | κυνηγημένη | κυνηγημένο | κυνηγημένοι | κυνηγημένες | κυνηγημένα |
genitive | κυνηγημένου | κυνηγημένης | κυνηγημένου | κυνηγημένων | κυνηγημένων | κυνηγημένων |
accusative | κυνηγημένο | κυνηγημένη | κυνηγημένο | κυνηγημένους | κυνηγημένες | κυνηγημένα |
vocative | κυνηγημένε | κυνηγημένη | κυνηγημένο | κυνηγημένοι | κυνηγημένες | κυνηγημένα |
Related terms
- κυνηγάω (kynigáo, “to hunt”)